- παραστέκω
- και παραστέκομαι(ενεργ. και μέσ.)1. στέκομαι κοντά σε κάποιον για να τόν υπερασπίζω ή ως ακόλουθός του, είμαι παραστάτης κάποιου («τον Άριστον ο μπάρμπας δεν αφήνει / άλλον να τού παρασταθεί», Ερωτόκρ.)2. συντρέχω, βοηθώ, παρέχω συνδρομή σε κάποιον («τού παραστέκει ο πατέρας του σε κάθε δύσκολη στιγμή»)3. (αμτβ.) συμπαρίσταμαι, συμπαρευρίσκομαι («η Αγάπη παράστεκε μπροστά μου», Παλαμ.)4. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) παραστεκάμενος, -η, -οα) παραστάτης, υπασπιστήςβ) μτφ. βοηθός, αρωγός, επίκουρος, υποστηρικτήςγ) (με μειωτική σημ.) ακόλουθος που συνοδεύει κάποιον με τρόπο υπηρετικό, που είναι πρόθυμος να υπηρετεί με δουλοπρέπεια κάποιον (α. «ζει σαν παραστεκάμενος ενός πλουσίου» β. «όλοι αυτοί είναι παραστεκάμενοι τού υπουργού»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρέστηκα, παρακμ. τού παρίσταμαι].
Dictionary of Greek. 2013.